- αμιτροχίτωνες
- ἀμιτροχίτωνες, οι (Α)(ως επίθ. τών Λυκίων πολεμιστών) αυτοί που φορούν χιτώνα δίχως μίτρα, δηλ. δίχως ζώνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμιτρος + χιτών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμιτροχίτων — ἀμιτροχίτωνες wearing no masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιτροχίτωνας — ἀμιτροχίτωνες wearing no masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιτροχίτωνι — ἀμιτροχίτωνες wearing no masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμιτρος — ἄμιτρος, ον (Α) 1. (για κορίτσια) αυτή που δεν φέρει διάδημα στο κεφάλι ή ζώνη 2. φρ. «παῑδες ἄμιτροι», κορίτσια που δεν φόρεσαν ακόμη τη γυναικεία ζώνη, δηλ. που δεν βρίσκονται ακόμη σε ώρα γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μίτρα. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek